Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 2 Γράφει ο Γιάννης Παπαγεωργίου, φιλόλογος, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας Κατηφόρισε σε μια από τις πολλές κατηφοριές που βρήκε στην πορεία του, βρέθηκε σε μια ρεματιά βαθιά. Ένα πλατύ ρυάκι την χώριζε στα δύο, το νερό ήταν πολύ παγωμένο. Έσκυψε, ήπιε νερό γάργαρο, ευφράνθηκε η ψυχή του. Επάνω τα πετεινά του ουρανού έδιναν τη δική τους συναυλία, μαγική ήταν η μουσική τους. Έγειρε λίγο, τον κατέλαβε ένας ύπνος ελαφρύς και τον ταξίδεψε παντού, σε τόπους γνωστούς και αγνώστους, σε χρόνους άδηλους. Δεν είχε συναίσθηση πόσο κοιμήθηκε, όταν ξύπνησε το ρολόι του, από τα λίγα πράγματα που κράτησε από τη ζωή του πριν, του φανέρωσε ότι είχε κοιμηθεί λιγότερο από δέκα λεπτά της ώρας. Γλυκιά γαλήνη τον είχε κυριεύσει, δεν ήθελε να την αφήσει, καθώς ξυπνούσε. Τον ξύπνησε με τον ερχομό του ένα μικρό παιδί, ένα τσοπανόπουλο. Άρχισε ένας διάλογος μεταξύ τους, ένα παιχνίδι λέξεων. -Ποιος είσαι εσύ; Ρώτησε το παιδί. -Ένας φίλος. -Από πού έρχεσαι; -Από πολύ μακριά. -Πού πηγαίνεις; -Πολύ μακριά. -Τι ζητάς; -Να δω τόπους και ανθρώπους πολλούς. Το παιδί δεν ζήτησε να μάθει πιο πολλά, η παιδική του φαντασία φανταζόταν περισσότερα από αυτά που άκουγε. -Θέλεις νερό; Ρώτησε. Είχε πιει, όμως δεν ήθελε να του χαλάσει τη διάθεση. -Θέλω, του είπε. Είχε ένα κύπελο μεγάλο, πήρες νερό μ’ αυτό από το ρυάκι και του το έδωσε. Την ώρα που έπινε ο μικρός έβαλε το μεγάλο αγγείο που κρατούσε για να γεμίσει. Όταν το γέμισε, του είπε. -Περίμενε εδώ, μη φύγεις, θα γυρίσω σύντομα. Τι άλλο μπορούσε να κάνει, τίποτα. -Θα περιμένω, είπε. -Έρχομαι αμέσως. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα επέστρεψε, κρατούσε μια κούπα γεμάτη γάλα φρέσκο και μια φέτα ψωμί αρκετά μεγάλη. -Σού έφερα να φας λίγο, του είπε. Τι μπορούσε να κάνει, ποιος μπορεί να αρνηθεί σε ένα μικρό βοσκόπουλο τη διάθεσή του για φιλοξενία; Το ήπιε και θέλησε να του δείξει ότι τον ευχαρίστησε πολύ. -Ήταν πολύ ωραίο, του είπε. -Χαίρομαι που σου άρεσε. Κάθισαν λίγη ώρα, ο ένας απέναντι στον άλλο, δεν μιλούσαν, μόνο κοιτάζονταν, ήταν σα να διάβαζαν ο καθένας τους τη σκέψη του άλλου. Το παιδί σηκώθηκε, πήρε τα πράγματά του. -Τώρα θα φύγω, έχω δουλειές πολλές να κάνω, είπε. Θα ξανάρθεις; -Το ελπίζω. Το άφησαν έτσι ρευστό το γεγονός της επιστροφής του, μιας επόμενης συνάντησης. Πριν φύγει το παιδί, ο ταξιδιώτης είπε. -Θέλω κι εγώ να σου κάνω ένα δώρο. Έβγαλε το ρολόι του και το έβαλε στο χέρι του παιδιού. -Ξέρεις πώς δουλεύει, πώς δείχνει την ώρα; -Ναι, ξέρω, είχα κι εγώ ένα, όμως μου χάλασε, γιατί κάποτε έπεσα από έναν βράχο και έσπασε. -Ωραία, τώρα θα έχεις αυτό και θα με θυμάσαι. -Ευχαριστώ πολύ, θα το βλέπω και θα σε θυμάμαι. Όμως εγώ θέλω πολύ να σε ξαναδώ. Θα ξανάρθεις; -Μη φοβάσαι, θα ξανάρθω και θα συναντηθούμε και πάλι, καθησύχασε ο ταξιδιώτης το παιδί. -Θα χαρώ πολύ να σε ξαναδώ. -Κι εγώ επίσης. -Πώς θα καταλάβω ότι ήρθες; -Μην ανησυχείς, θα το νιώσεις. Το παιδί έφυγε. Ο ταξιδιώτης απόμεινε μόνος τώρα. -Τώρα δεν θα έχεις ρολόι, του είχε πει το παιδί. -Δεν πειράζει, ο χρόνος είναι κάτι που μπορεί να γίνει φίλος καλός, αρκεί να το θέλει κανείς, ή εχθρός, ανάλογα πως θα τον ρυθμίσουμε. Επίσης, μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε τις ώρες και χωρίς ρολόι, απάντησε. -Τώρα ο χρόνος για μένα θα έχει σχέση με τη δική σου επιστροφή, απάντησε το παιδί. Θα μετρώ τις μέρες μέχρι να επιστρέψεις. -Ίσως να το κάνω κι εγώ. -Λίγο σε γνώρισα, όμως θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα. -Εγώ πάντως σε γνώρισα. -Πώς γίνεται αυτό; -Αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που έκανες εσύ χωρίς να με γνωρίζεις. Έτρεξες να μου φέρεις φαγητό να φάω. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για μένα. -Τι λες, μια κούπα γάλα και μια φέτα ψωμί έχουν τόσο μεγάλη σημασία; -Εξαρτάται από την ώρα που τα δίνεις και σε ποιον τα δίνεις. Για μένα είχαν εξαιρετική σημασία, γιατί πεινούσα πολύ. -Εσύ όμως μου είπες τόσες πολλές και καλές κουβέντες. Άλλοι που δώσαμε περισσότερα, δεν μας είπαν τόσο ωραία πράγματα. Μερικοί ούτε καν ευχαριστώ. -Είδες που σού είπα, είχε σημασία ποια ώρα το δίνεις και σε ποιον το προσφέρεις. Σηκώθηκε για να φύγει. -Δεν σου δίνω το χέρι, είπε το παιδί. Άμα σου το δώσω, θα είναι σα να σε αποχαιρετώ οριστικά, για πάντα. Εγώ όμως θέλω να σε ξαναδώ. -Ωραία, τότε δεν θα δώσουμε τα χέρια, θα πούμε απλώς αντίο και εις το επανιδείν. Έτσι απλά αποχωρίστηκαν.

0 Σχόλια