Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Είπε : «Θα πάω να βρω την αρχική πηγή, το πρώτο φως της ζωής.»
Έβαλε στο μικρό του σάκο δυο φέτες ψωμί και τρεις ελιές, ξεκίνησε το ταξίδι του.
Περπατούσε ώρες ατελείωτες, διάβαινε αμέτρητα χιλιόμετρα, άφηνε πίσω του τόπους.
Έτρωγε λίγο, μια μπουκιά μικρή αραιά και που, δεν τον ενδιέφερε καθόλου το φαγητό.
«Γυρεύω το φως.» έλεγε και ξανάλεγε.
Στην αρχή δεν τον πρόσεχε κανείς, στις κατοικημένες περιοχές, απ’ όπου περνούσε, τον είχαν μάθει και τον ονόμαζαν.
«Ο ταξιδιώτης»
Ύστερα, όταν μετά τις πρώτες ομιλίες, τους έλεγε το δικό του λόγο.
«Γυρεύω το πρώτο φως, την αρχική πηγή»
Τον ονόμασαν με το οριστικό του όνομα.
«Ο ταξιδιώτης του φωτός»
Κάποιοι του έδιναν μια δυο φέτες ψωμί και λίγες ελιές, ο ίδιος δεν δεχόταν τίποτα άλλο, μόνο αυτά.
Η φήμη του είχε απλωθεί παντού, το όνομά του προέτρεχε και έφτανε στους τόπους που θα πήγαινε στη συνέχεια.
«Ο ταξιδιώτης του φωτός.»
«Ο αναζητητής»
Τα παιδιά τον είχαν μάθει και έβγαιναν να τον προϋπαντήσουν, τον συνόδευαν μέσα στους κατοικημένους δρόμους και τον ξεπροβοδούσαν, όταν άφηνε τον τόπο τους.
Άλλοι του έδειχναν την αγάπη τους και άλλοι τον κορόιδευαν, είχαν χωριστεί στα δύο.
Εκείνος αδιαφορούσε για τις ειρωνείες, χαμογελούσε πάντα και δεν απαντούσε στα εχθρικά πολλές φορές σχόλιά τους.
Συνέχιζε το ταξίδι του.
Ήταν φορές που δεν του πρόσφερε κανείς τίποτα, δεν είχε να φάει κάτι.
Τότε προσπαθούσε να ξεγελάσει λίγο την πείνα του με διάφορα φυτικά προϊόντα, ρίζες, βολβούς, κάποιον καρπό, αν υπήρχε.
Έτσι κι αλλιώς δε νοιαζόταν ιδιαίτερα για φαγητό.
Μόνο για το φως, εκείνο το φως που γύρευε να νιώσει, το αόρατο φως της ψυχής του.
«Ο ταξιδιώτης του φωτός»
Η φήμη του έφερε αντιδράσεις.
Σε κάποιους τόπους οι άνθρωποι θέλησαν να του κάνουν κακό, έστησαν καρτέρι έξω από τις κατοικίες τους, για να τον περιμένουν και να του επιτεθούν.
Είχαν συγκεντρώσει και πέτρες, τις στοίβαξαν κοντά τους και καρτερούσαν την εμφάνισή του.
«Τώρα θα δει τι θα πάθει» έλεγαν.
Μια γυναίκα που το είχε πληροφορηθεί με κίνδυνο της δικής τους ζωής έστειλε το μικρό της γιο να πάει μπροστά και να τον ειδοποιήσει, να του δείξει ένα μονοπάτι για να λοξοδρομήσει και να απομακρυνθεί σώος από τούτον τον επικίνδυνο για τον ίδιο τόπο.
Η γυναίκα αυτή δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό, μόνο της είχε αρέσει, την είχε εντυπωσιάσει το όνομα που τον συνόδευε.
«Ο ταξιδιώτης του φωτός»
Έτσι φρόντισε να τον βοηθήσει.
Το παιδί εκτέλεσε την αποστολή που του ανάθεσε με ευσυνειδησία και εξυπνάδα.
-Γιατί σε φωνάζουν «Ο ταξιδιώτης του φωτός», τον ρώτησε.
Τι να πει τώρα σ’ ένα παιδί, ποια απάντηση να δώσει;
-Μικρέ μου φίλε, του είπε, ταξιδιώτη με φωνάζουν, γιατί ταξιδεύω συνέχεια, του φωτός, γιατί αναζητώ ένα φως που θα φωτίσει τη ζωή μου.
-Και ποιο είναι αυτό το φως;
-Είναι κάτι που δίνει σημασία στη ζωή μας, αυτό που φέρνει αγάπη και χαρά, ομορφιά, δίνει νόημα στην ύπαρξή μας.
Ο μικρός δεν καταλάβαινε πολλά.
Τότε ο ταξιδιώτης επιχείρησε μια τελευταία προσέγγιση του θέματος.
-Το φως παιδί μου είναι αυτό που έκανες εσύ και η μαμά σου σήμερα. που σκεφτήκατε εμένα, έναν ξένο, και με φροντίσατε, η μαμά σου σε έβαλε σε κίνδυνο κι εσύ αψήφησες αυτόν τον κίνδυνο, για να έρθεις εδώ και να μου δείξεις το σωστό δρόμο, ώστε να με σώσεις. Για να στο πω απλά, αυτός είναι ο σωστός δρόμος που σου έδωσε δύναμη να κάνεις αυτά που έκανες.
Αποχαιρετίστηκαν, κοιτάζονταν στα μάτια και είχαν πολύ αγάπη ο ένας για τον άλλο.
Ο μικρός έφτασε στο σπίτι του και είπε τα πάντα στους γονείς του.
Εκείνοι κατάλαβαν περισσότερα.
Θυμήθηκαν τα τελευταία λόγια που επανέλαβε ο ταξιδιώτης στο μικρό παιδί τους.
«Αυτή η αγάπη που μου στείλατε με τους γονείς σου σήμερα, μικρέ μου φίλε, αυτό είναι το φως.»
Ένιωσαν όλοι καλύτερα, ήταν πολύ χαρούμενοι.
-Λοιπόν, είπε η μαμά του, αυτό θα κάνουμε, θα του στέλνουμε συνέχεια αγάπη όλοι μας.
Ο ταξιδιώτης του φωτός ένιωσε αμέσως κύματα αγάπης να τον κυκλώνουν, να του φέρνουν ζεστασιά και ηρεμία, εσωτερική γαλήνη.
Ένα ρίγος συγκλόνισε την ύπαρξή του ολόκληρη.
«Ν α είστε καλά φίλοι μου», ψιθύρισε.
Κάποτε τον ακολουθούσαν διάφοροι από περιέργεια, από χαρά, στην αρχή πολλοί, στην πορεία λιγόστευαν, στο τέλος τον άφηναν πάλι μόνο.
Είχε βγει τώρα από τις κατοικημένες περιοχές, σπάνια συναντούσε κάποιον άνθρωπο, λίγες κουβέντες έλεγαν και τίποτα άλλο.
Μερικοί τον φίλευαν κάτι, μια κούπα γάλα, λίγο ψωμί, λιτά πράγματα, τα οποία όμως του φαίνονταν πολύ πλούσια.
«Έτσι είναι ο παράδεισος, σκεφτόταν, απλά πράγματα και απαραίτητα για την κάθε ώρα.»
Οι άνθρωποι που τον φρόντιζαν μ’ αυτόν τον απλό τρόπο, διαπίστωναν ότι ύστερα από αυτήν τη φιλοξενία τους έρχονταν καλύτερες μέρες στη ζωή τους, όλα βελτιώνονταν στη δική τους ύπαρξη.
Το νέο μαθεύτηκε, κυκλοφόρησε γρήγορα, το έμαθαν όλοι και προβληματίστηκαν.
«Φέρνει τύχη»
Τον αναζήτησαν πολλοί, ακόμη και αυτοί που πριν τον είχαν καταδιώξει, προσπάθησαν τώρα να τον βρουν, να τον πλησιάσουν, να του μιλήσουν και να τον αγγίξουν.
Όμως κατά ένα περίεργο τρόπο, ενώ μάθαιναν από που περνούσε και έτρεχαν κατά ομάδες, δεν τον εύρισκαν, δεν τον έβλεπαν.
«Πώς γίνεται αυτό, πού πήγε, πού κρύφτηκε, αφού πριν ήταν εδώ;» αναρωτιόντουσαν.
«Τι συμβαίνει, γίνεται αόρατος;»
«Μας βλέπει και κρύβεται;»
Αυτά ήταν μερικά ερωτήματα που διατύπωναν.
Αποχωρούσαν επέστρεφαν στον τόπο τους απογοητευμένοι, τώρα ήθελαν να τον συναντήσουν, πριν τον κακολογούσαν και τον καταδίωκαν.
Εκείνος απλά τους αντιλαμβανόταν και τους απόφευγε.
Τώρα ο δρόμος στένευε, όσο προχωρούσε, τόσο γινόταν πιο ανηφορικός, η ανηφόρα μεγάλωνε, ο δρόμος γινόταν δύσβατος, γεμάτος χαλίκια και αγκάθια.
Έβλεπε μια κορυφή και πίστευε ότι, μόλις φτάσει εκεί ψηλά, θα έχει τελειώσει ο δρόμος του, θα έχει ολοκληρώσει το δρόμο του.
Αυτή θα ήταν η τελείωση, η ολοκλήρωση της πορείας του, η κορύφωση της ζωής του.
Όμως, μόλις έφτανε, οδυνηρή διαπίστωση τον περίμενε.
Πίσω από αυτήν την κορυφή ακολουθούσε άλλος δρόμος που οδηγούσε σε άλλη κορυφή.
Και ύστερα σε άλλη, σε άλλη.
Στην αρχή απογοητεύτηκε, ύστερα το συνήθισε, έπαψε να τον ενδιαφέρει.
Τώρα καταλάβαινε ποιο ήταν το νόημα όλων, το πραγματικό φως.
«Η ζωή δεν είναι το κυνήγι της μιας κορυφής πίσω από την άλλη. Ο δρόμος είναι το αληθινό νόημα, η πορεία και αυτά που έμαθες, η ευτυχία που βρήκες σε τούτη τη διαδρομή. Τα κύματα αγάπης που σού έστειλαν πλήθος άνθρωποι και αυτά που έστειλες εσύ σ’ αυτούς.»
Γιάννης Παπαγεωργίου
Φιλόλογος
Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας
25-12-2024
0 Σχόλια