Η άλλη Ελλάδα της 28ης Οκτωβρίου

Ξημέρωσε η 27η Οκτωβρίου 1940.

Μέρα φωτεινή και χαρούμενη, ο ήλιος έκανε παιχνίδια σήμερα, οι ακτίνες του έφταναν σε κάθε γωνιά του τόπου κάνοντας σχήματα και τερτίπια φορτωμένα φως και χαρά.

Στην κώμη Σ. της Μακεδονίας η ζωή είχε αρχίσει από ώρα και συνεχώς δυνάμωνε.

Τα παιδιά είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, άλλα για το σχολείο, άλλα για πρωινές εργασίες, όπως τα όριζαν οι μεγάλοι, τα παιδιά εδώ δε σταματούσαν ποτέ να κινούνται, τη μια μετέφεραν ένα μήνυμα κάπου, την άλλη πήγαιναν φαγητό σε όσους εργάζονταν στα χωράφια, πάντα υπήρχε κάτι να κάνουν.

Τα πιο μικρά μόνο απολάμβαναν μια ιδιότυπη ασυλία από όλα τούτα και έτσι και τούτο το πρωινό με το πρώτο φως είχαν πεταχτεί έξω και άρχισαν τα δικά τους απλά παιχνίδια με τα χώματα΄, τις πέτρες και τα ξύλα.

Οι αυλές ανοιχτές, φόβος δεν υπήρχε στην απλή ζωή τους, η μόνη έγνοια τους να φέρουν το καθημερινό ψωμί τους στο απλό ξύλινο τραπέζι τους.

Η μόνη έγνοια τους; Όχι.

Τους τελευταίους μήνες κάτι βαρύ και παγερό πλανάται στον αγέρα, τους φορτώνει ανησυχίες και φόβο αδιόρατο, δηλητηριάζει ύπουλα την ψυχή τους και δεν τους αφήνει σε ησυχία.

Τι ετοιμάζεται, τι θα έρθει; Ποια παιχνίδια παίζουν πάλι οι μεγάλοι;

Ποιος θα σώσει τα παιδιά τους;

Πόλεμος!

Φοβόνται να πουν και το όνομά του.

Πόλεμος ετοιμάζεται!

Ποιος μπορεί να τον θέλει;

Πόλεμος θα έρθει!

«Τι θα γίνουν τα παιδιά μας;»

Ερώτημα αναπάντητο, κανείς τους δεν έχει απάντηση.

Μάθαιναν κάποιες ειδήσεις κάπου κάπου, όποιος διέθετε ραδιόφωνο θεωρούνταν πρόσωπο προνομιούχο, τον κύκλωναν αμέσως όλοι στα καφενεία, για να μάθουν τις ειδήσεις και τα νέα γεγονότα που έτρεχαν γοργά και μεγάλωναν την ένταση.

7 Απριλίου 1939. Οι Ιταλοί του Μουσολίνι βάζουν πόδι στην Αλβανία, με σκοπό να μη φύγουν από εκεί, ο στόχος τους είναι να περάσουν στην Ελλάδα, το νιώθουν όλοι.

Κάποιες πρώτες επιστρατεύσεις εφέδρων με κρίσιμες ειδικότητες φτάνουν στ’ αυτιά τους.

Τα παιχνίδια εξουσίας δυναμώνουν.

Η ζωή όμως δεν περιμένει, ο καθημερινός αγώνας γίνεται σκληρότερος και δεν τους αφήνει περιθώριο για περισσότερα, σκύβουν πάνω στη γη τους και τη χαρακώνουν πιο βαθιά.

15 Αυγούστου 1940.

Το εύδρομο Έλλη βυθίζεται ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Υπερμάχου Στρατηγού, της Παναγίας στην Τήνο.

Όλοι το υποπτεύονται, όλοι το γνωρίζουν στα βάθη της ψυχής τους.

Κανείς δεν φοβάται πλέον, έχουν πετάξει το μανδύα του φόβου, τα πρόσωπά τους πήραν το βλέμμα της γαλήνης και της ήρεμης αποφασιστικότητας.

Είμαστε εδώ, φωνάζουν τα βλέμματά τους που αστράφτουν!

Ένας αγέρας σηκώνεται την ώρα που τα λένε όλα αυτά, η γη μοιάζει σα να μιλά και να τους φωνάζει.

«Αιώνες βρίσκεστε εδώ, σας γνωρίζω πολύ καλά, θα σας δώσω δύναμη την ώρα της δοκιμασίας.»

Τώρα είναι 27 Οκτωβρίου 1940.

Ο Κώστας Κ., κατά πως είχε το συνήθειό του, έφυγε πολύ πρωί για το κτήμα του, με το ζώο του, το άλογό του, μ’ αυτό είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλία, το ζώο τον καταλάβαινε απόλυτα.

Σήμερα το άλογο είχε μια αδικαιολόγητη νευρικότητα, ποτέ δεν ήταν έτσι.

«Κάτι θα συμβεί.» σκέφτηκε ο Κώστας Κ.

Εν τούτοις με την παρουσία του και με τις καθησυχαστικές τους ομιλίες το ζώο πήρε να ημερεύει.

Έτσι ξεκίνησαν.

Ήταν μέρα ιδιαίτερα σκληρής δουλειάς. Πέρασε όλη τη μέρα δουλεύοντας, μόνο ένα διάλλειμα έκανε για να φάει το λιτό φαγητό που του έφερε ο μεγαλύτερος γιος του, ο Γιώργος.

-Πως είναι στο χωριό; Ρώτησε.

-Ήσυχα. Απάντησε ο γιος.

Συνεννοήθηκαν απόλυτα.

Έφαγαν μαζί, του άρεσε να έχει παρέα στο φαγητό του.

Σε λίγο σηκώθηκε για να συνεχίσει την εργασία του.

Βιαζόταν σήμερα για κάποιο λόγο αδιόρατο, ούτε ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που βάραινε τη σκέψη του και του έφερνε μια πίεση στην ψυχή του.

Επέστρεψε αρκετά νωρίτερα το βραδάκι στο σπίτι του.

Η Ελένη, η σύζυγός του, απόρησε.

-Πώς έγινε αυτό και ήρθες τόσο νωρίς; τον ρώτησε.

-Τελείωσα πιο γρήγορα σήμερα και έτσι γύρισα. Ήταν η λιτή απάντησή του.

Το βράδυ πέρασε γρήγορα, ήταν μια εμπειρία που σχεδόν την είχε ξεχάσει, να βλέπει την οικογένειά του τόσο πολύ, η ζωή ήταν σκληρή σ’ αυτούς τους τόπους, με τη σκληρή και επίπονη δουλειά να κυριαρχεί στην καθημερινότητά τους.

Έπεσαν να κοιμηθούν, όλοι σκέφτονταν τι έχουν να κάνουν την επόμενη μέρα.

Η αυριανή μέρα ήρθε αλλιώτικη.

Φωνές ακούστηκαν, όλο δυνάμωναν, άνθρωποι πετάγονταν έξω από τα σπίτια τους.

Κόσμος πολύς πήγαινε πέρα δώθε, στέκονταν, μιλούσαν, φώναζαν, χειρονομούσαν.

Επίκεντρο ο άνθρωπος που έφερε την είδηση.

«Οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα.»

Τα είπε όλα με πέντε λέξεις, δε χρειαζόταν περισσότερα κανένας, το ήξεραν από καιρό πως θα γίνει έτσι.

-Επιτέλους.

- Έφτασε ο καιρός.

-Θα τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας.

Αυτά ακούγονταν από όλους, αυτά έβγαιναν από το στόμα τους.

Κανένας δεν έδειχνε σημάδια φόβου, μόνο χαρά και ενθουσιασμός κυριαρχούσαν παντού, έλαμπαν τα πρόσωπά τους.

Και σημαίες, πότε γέμισε σημαίες ο τόπος, κάθε σπίτι και μια σημαία, κάποια είχαν δύο.

Ο αγγελιοφόρος φώναζε διαρκώς :

Οι άντρες να συγκεντρωθούν στην πλατεία, θα περάσει φορτηγό και θα τους πάρει, να πάνε στον τόπο επιστράτευσης.

Όλοι έτρεξαν στα σπίτια τους για να ετοιμαστούν.

Οι γυναίκες είχαν ήδη έτοιμα τα λίγα πράγματά τους.

Ακολούθησαν σκηνές αποχαιρετισμού, γεμάτες συγκίνηση και υπερηφάνεια.

Μάνες, γυναίκες, αδάκρυτες, στην εξώπορτα.

-Στο καλό, η Παναγιά μαζί σας, με τη νίκη.

Τα παιδιά χοροπηδούσαν τριγύρω, είχαν παρασυρθεί από το κλίμα ενθουσιασμού που κυριαρχούσε.  

Γαλανόλευκες παντού.

Δεν ήταν ένα μικρό χωριό.

Ήταν η Ελλάδα.


0 Σχόλια