ΚΡΟΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΟΣ



ΚΡΟΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΟΣ 

Λοιπόν οι Πέρσες κυρίεψαν τις Σάρδεις κι έπιασαν ζωντανό τον Κροίσο που βασίλευσε δεκατέσσερα χρόνια και πολιορκήθηκε δεκατέσσερις ημέρες και που, σύμφωνα με το χρησμό, κατέλυσε μεγάλο βασίλειο, το δικό του. 

Τον έπιασαν οι Πέρσες και τον οδήγησαν στον Κύρο.

Κι αυτός έβαλε να στοιβάσουν ξύλα για μεγάλη πυρά, κι ανέβασε επάνω και τον Κροίσο αλυσοδεμένο και δίπλα του δύο εφτάδες παλικάρια των Λυδών. 

Mπορεί να ’χε στο νου του είτε να κάνει προσφορά το πιο σπουδαίο μέρος της λείας του σε κάποιον θεό, ή να ’θελε να κάνει πράξη κάποιο τάμα του, αλλά δεν αποκλείεται, μαθαίνοντας πως ο Κροίσος ήταν θεοφοβούμενος, να τον ανέβασε στην πυρά για να διαπιστώσει αν κάποιος θεός θα βάλει το χέρι του να τον σώσει και να μην καεί ζωντανός.

Αυτά έκανε ο Κύρος, ενώ ο Κροίσος, που τον είχαν στήσει πάνω στην πυρά, έκανε τη σκέψη, μ’ όλο που τον χτυπούσε μια τέτοια συμφορά, ότι κάποιος θεός ενέπνευσε στον Σόλωνα το ρητό:

‘Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.’

Δηλαδή: 

‘Για κανέναν να μην πεις ότι είναι ευτυχισμένος, προτού να δεις το τέλος του.

Λοιπόν, όταν του ήρθε αυτό στο νου, πήρε βαθιά ανάσα κι αναστέναξε, ενώ από ώρα ήταν πολύ ήρεμος, και τον φώναξε τρεις φορές ονομαστικά:


‘Σόλων, Σόλων, Σόλων!’



Ο Κύρος, μόλις τ’ άκουσε, διέταξε τους διερμηνείς του να ρωτήσουν τον Κροίσο ποιος είναι αυτός που επικαλείται. 

Εκείνοι πλησίασαν και τον ρωτούσαν. 

Ο Κροίσος ως κάποια στιγμή κρατούσε το στόμα του κλειστό στις ερωτήσεις τους, ύστερα όμως, επειδή τον πίεζαν, είπε: ‘Είναι εκείνος που θα του έδινα πολύ μεγάλη αμοιβή για να τον έχουν συνομιλητή όλοι οι βασιλιάδες’.

Επειδή όμως από τα λόγια του δεν έβγαζαν νόημα, τον ρωτούσαν ξανά τι εννοούσε. 

Καθώς αυτοί τον παρακαλούσαν διαρκώς και δεν τον άφηναν ήσυχο, τους έλεγε πως ήρθε κάποιον καιρό ο Σόλων ο Αθηναίος στο παλάτι του και, αφού είδε όλα τα πλούτη του, τα περιφρόνησε εντελώς. 

Όσα είπε ο Σόλωνας όλα έγιναν έτσι ακριβώς έτσι και τα λόγια του δεν ίσχυαν μόνο για τον Κροίσο, αλλά για όλο το ανθρώπινο γένος, και κυρίως εκείνους που νομίζουν πως θα είναι ευτυχισμένοι αιώνια. 

Ενώ ο Κροίσος έλεγε αυτά, η φωτιά που είχε ανάψει έκαιγε κιόλας τις άκρες του σωρού των ξύλων. 

Ο Κύρος, αφού άκουσε από τους διερμηνείς τα όσα είπε ο Κροίσος, μετάνιωσε ήδη συλλογιζόμενος πως κι ο ίδιος, ενώ ήταν ένας θνητός άνθρωπος, παρέδωσε στη φωτιά έναν άλλο άνθρωπο που είχε γευτεί γεύτηκε ευτυχία το ίδιο μεγάλη με τη δική του. 

Περισσότερο δε, επειδή είχε κυριευτεί από φόβο μήπως κάποτε πληρώσει για τις πράξεις του και κατανοώντας πως τίποτα από τα ανθρώπινα δε μένει σταθερό, διέταξε να σβήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα τη φωτιά που έκαιε και να κατεβάσουν τον Κροίσο κι αυτούς που έστησαν μαζί του. 

Κι αυτοί, μ’ όλες τις προσπάθειές τους, δεν μπορούσαν πια να δαμάσουν τη φωτιά.

Τότε, όπως λένε οι Λυδοί, ο Κροίσος κατάλαβε ότι ο Κύρος μετάνιωσε, καθώς έβλεπε ότι όλοι τους βάλθηκαν να σβήνουν τη φωτιά, αλλά δεν μπορούσαν πια να τη δαμάσουν.

Πάνω στην απελπισία του έβγαλε μεγάλη φωνή καλώντας το θεό Απόλλωνα λέγοντάς του πως, αν κάποιο από τα δώρα που του έκανε του εύφρανε την καρδιά, να τον βοηθήσει και να τον λυτρώσει από τη συμφορά που τον βρήκε. 

Λένε πως αυτός με δάκρυα στα μάτια καλούσε τον θεό, κι ενώ ο ουρανός ήταν αίθριος και δε φυσούσε καθόλου, ξαφνικά φανερώθηκαν σύννεφα από το πουθενά, τα οποία σκέπασαν τον ουρανό, άνοιξαν οι καταρράκτες του κι έπεσε καταρρακτώδης βροχή.

Η φωτιά έσβησε εντελώς. 

Από αυτή την κατάληξη του περιστατικού ο Κύρος κατάλαβε ότι ο Κροίσος ήταν αγαπημένος των θεών και άντρας με αρετή.

Αφού λοιπόν τον κατέβασε από την πυρά, του έκανε την εξής ερώτηση:
‘Κροίσε, ποιος άνθρωπος σου γύρισε το μυαλό, να κάνεις εκστρατεία εναντίον της χώρας μου και, αντί φίλος, να γίνεις εχθρός μου;’

Ο Κροίσος απάντησε: 

‘Βασιλιά μου, εγώ έκανα ό,τι έκανα για τη δική σου ευτυχία και τη δική μου δυστυχία· κι αίτιος γι’ αυτά είναι ο θεός των Ελλήνων που με ξεσήκωσε να εκστρατεύσω. 

Γιατί κανένας δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε αντί την ειρήνη, να προτιμά τον πόλεμο.

Γιατί, όσο έχουμε ειρήνη, τα παιδιά θάβουν τους πατέρες τους.

Όταν όμως κάνουμε πόλεμο, οι πατέρες θάβουν τα παιδιά τους. Αλλά βέβαια κάποιου θεού θέλημα ήταν αυτά να γίνουν έτσι.’

ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ

0 Σχόλια